αδιασκέλιστος

αδιασκέλιστος
-η, -ο
αυτός που δε διασκελίστηκε ή δεν μπορεί να διασκελιστεί, αδρασκέλιστος: Ο τοίχος ήταν πολύ ψηλός, αδιασκέλιστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδιασκέλιστος — η, ο [διασκελίζω] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν διασκελίσει, να τόν υπερπηδήσει, ανυπέρβλητος, αξεπέραστος …   Dictionary of Greek

  • αδρασκέλιστος — η, ο [δρασκελίζω] αυτός που δεν τόν δρασκέλισαν ή δεν είναι δυνατόν να τόν δρασκελίσουν (βλ. και αδιασκέλιστος) …   Dictionary of Greek

  • αδρασκέλωτος — η, ο [δρασκελώ] ο αδιασκέλιστος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”